ΙΔΡ -( ΝΑΒ 13267 )


https://www.google.gr/search?q=%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82+%CE%B3%CE%B9%CE%B1+%CE%B9%CE%B4%CF%81%CF%85%CF%83%CE%B7+%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85+%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82&cad=h










Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών
Τμήμα Νομικής


Εφαρμογές Δημοσίου
Υπεύθυνος Καθηγητής, κος Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος




                           Τα Πολιτικά Κόμματα και η αντιμετώπισή τους
                                     από την Ελληνική Νομολογία
















                                    


                                                                                                       Κοκκίνη Χαρίκλεια
                                                                                                       1340200900182













                                 Περιεχόμενα

1) Εισαγωγή
  Α) Έννοια των πολιτικών κομμάτων
  Β) Η σημασία της νομολογίας στα πλαίσια της νομικής αντιμετώπισης των κομμάτων

2) Νομιμοποίηση-.Συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων
    Α)νομική φύση δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής 29παρ1-νομολογία
    Β)νομική προσωπικότητα-έννομο συμφέρον-ικανότητα διαδίκου-νομολογια

 3) Οικονομικά κομμάτων- νομολογια 29παρ2-Ισότητα των πολιτικών κομμάτων στην Οικονομική ενίσχυση

 4) Περιορισμός του δικαιώματος κομματικής οργάνωσης και δράσης 29 παρ 3 –νομολογία

4)Πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ
   Α)ισότητα και πρόσβαση στα μέσα κατά τη νομολογία
   Β)εκλογική προβολή σύμφωνα με τη νομολογία-ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις

5) Ανάδειξη βιώσιμης κυβέρνησης-νομολογία

6) Η εσωκομματική δημοκρατία

7) Νομολογία-Αντιμετώπιση των πολιτικών κομμάτων από τη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων (Σχετικές Αποφάσεις)

9) Επίλογος – Συμπέρασμα

10)Βιβλιογραφία



















Εισαγωγή


             Κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας έγινε μία προσπάθεια ανάλυσης του θεσμού των πολιτκών κομμάτων στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως υπ’όψη τις σύγχρονεις μεταρρυθμίσεις και ανάγκες που επιτάσσονται από την κοινωνία, καθώς και την αντιμετώπιση αυτών από την ελληνική νομολογία. Για την καλύτερη και ουσιαστικότερη κατανόηση του ζητήματος αυτού η εργασία παρουσιάζει στον αναγνώστη το θέμα από το γενικότερο, δηλαδή την ανάλυση των πολιτικών κομμάτων ως έννοια καθώς και την οργάνωση αυτών, τη συνταγματική τους θεμελίωση και καταλήγει σε ειδικότερα ζητήματα που συγκεκριμένα, έχουν απασχολήσει εντόνως κοινωνία και νομολογία, όπως το ζήτημα της ισότητας προβολής των πολιτικών κομμάτων σε προεκλογικές περιόδους από ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί πως η συνολική μελέτη του θέματος «τα πολιτικά κόμματα και η αντιμετώπισή τους από την ελληνική νομολογια» εξετάστηκε παραλλήλως με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες εξειδικεύουν και διευκρινίζουν προβληματικές και έννοιες ενίοτε δυσνόητες που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή κατά την εφαρμογή τους στην έννομη τάξη μίας ευνομούμενης Δημοκρατίας.
            Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, ας μη λησμονούμε πως χρειάσθηκε η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος, και πολλών σταδίων καταπολέμησης, της αγνόησης, της αναγνώρισης και της νομιμοποίησης μέχρις ότου υπερνικηθούν οι αντιστάσεις και γίνει αποδεκτή στη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού και δημοκρατικού πολιτεύματος, ως έκφανση της λαικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής, η ομαδοποιημένη δράση των πολιτών προς κατάληψη πολιτικήε εξουσίας. Ακόμα περισσότερος δε χρόνος χρειάσθηκε ώσπου τα κόμματα να καταστούν αντικείμενο νομοθετικού ενδιαφέροντος και αναχθούν σε συνταγματικό θεσμό.




















     Α) Έννοια των πολιτικών κομμάτων

      Πολιτικά κόμματα είναι διαρκείς ελεύθερες, μη αυτοτελείς  ενώσεις ενεργών ολιτών,  με πλήρη και δημοκρατική οργάνωση, που επιδιώκουν μέσα στο συνταγματικό πλαίσιο ως φορείς της λαΪκής θέλησης συμμετοχή στη διακυβέρνηση του κράτους, με σκοπό την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, όπως προσδιορίζεται από την πολιτική τους τοποθέτηση.
    Ο ορισμός αυτός αποδίδει τη νομική έννοια των πολιτικών κομμάτων και όπως κάθε νομική έννοια, αυτή διακρίνεται στην τυπική (corpus) και ουσιαστική της (animus)διάσταση. Στην τυπική διάσταση (corpus) ανήκουν τρία βασικά χαρακτηριστικά, ένωση προσώπων ελεύθερη και διαρκής, μη αυτοτελής, και οργάνωση πλήρης και δημοκρατική. Όσον αφορά στην ουσιαστική διάσταση (animus) της νομικής αυτής έννοιας ανήκουν τα παρακάτω συστατικά στοιχεία, η πολιτική ιδεολογία και η επιδίωξη του γενικού συμφέροντος, η έκφραση λαΪκής θέλησης και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση.*
   Τα κράτη, ανάλογα με το πολιτκό τους σύστημα, κατατάσσονται σε κράτη με μονοκομματικό, δικομματικό ή πολυκομματικό σύστημα, με ανήκοντα στην πρώτη κατηγορία, αυταρχικά καθεστώτα που δεν ασκούν αλλά υποδύονται τη δημοκρατία. Η κατάταξη αυτή δεν έχει σχέση με τη συνταγματική καθιέρωση των κομμάτων ως θεσμών του πολιτέυματος αλλά με την ευθέως συναρτώμενη προς το εκλογικό σύστημα διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας σε κάθε χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα, η θεωρία κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες με πολυκομματικό σύστημα και με διπολική κυρίως λειτουργία, εφόσον για μακρό χρονικό διάστημα και μέχρι προσφάτως, τα εναλλασσόμενα στην εξουσία κόμματα ήτανδύο και τα αυτά, χωρίς τα μεσολαβούντα μικρά διαστήματα πολυκομματικής διακυβέρνησης να μπορούν να μεταβάλλουν το χαρακτηρισμό αυτό.**
   Γίνεται, συνεπώς, αναμφισβήτητα δεκτό πως τα βασικά πολιτικά όργανα της σύγχρονης Δημοκρατίας είναι τα πολιτκά κόμματα. Η υπάρξη και λειτουργία αυτής δε νοείται δίχως την υπαρξη των πολιτικών κομμάτων. Τα πολιτκά κόμματα εξασφαλίζουν την ουσιαστική και κανονική λειτουργία της Δημοκρατίας. Δημοκρατικοποιούν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και εξασφαλίζουν τη συμμετοχή του Λαού στη διακυβέρνηση του κράτους. Ο πολιτικός ανταγωνισμός που υφίσταται μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, δημιουργεί εχέγγυο για τη δημοκρατική διαδικασία και την ομαλή κίνηση του δημοκρατικού πολιτέυματος.
   Εξ αυτού του λόγου γίνεται κατανοήτο πως η οργάνωση του πολιτικού κόμματος πρέπει να είναι πλήρης, εκτεινόμενη σε όλη την επικράτεια. Η ελεύθερη ίδρυση και συμμετοχή στα πολιτικά κόμματα, που έχουν ήδη ιδρυθεί, αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα όλων των Ελλήνων όπως προβλέπει το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Η συνταγματικότητα των πολιτκών κομμάτων αποτελεί στοιχείο της νομικής τους έννοιας. Κατά το τυπικό και μεικτό σύστημα, η συνταγματικότητα των πολιτικών κομμάτων είναι στοιχείο της νομικής τους έννοιας, καθόσον τα κομματικά καταστατικά πρέπει να εγκριθούν ή να αναγνωριστούν. Η πέρα από το ελάχιστο περιεχόμενο διέυρυνση των ορίων της αντισυνταγματικότητας των πολιτκών κομμάτων ή και η σμίκρυνσή τους εξαρτάται από το γραπτό κείμενο κάθε χώρας και των συνθηκών που επικρατούν σ αυτή.***


   * Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος σελ. 662,663
   **Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας Γ. Μαυριάς σελ 434
    *** Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος σελ 664




    Β) Η σημασία της νομολογίας στα πλαίσια της νομικής αντιμετώπισης των πολιτικών κομμάτων


    Το Σύνταγμα μέσα από ένα μεγάλο πλέγμα διατάξεων (άρθρα 15παρ2, 28παρ3, 29παρ1 και 29παρ2)ρυθμίζει το θεσμό των πολιτικών κομμάτων και τα ανάγει σε ακρογωνιαίο λίθο ολόκληρου του σύγχρονου δημοκρατικού οικοδομήματος.
  Παράλληλα με το Σύνταγμα, η εκλογική διαδικασία και ο Κανονισμός της Βουλής επιτελούν ρόλο συμπληρωματικό, ρυθμίζοντας όλες τις λεπτομέρειες σύστασης και λειτουργίας των πολιτκών κομμάτων. Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα πολιτικά κόμματα αποτελεί το δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, που είναι κλάδος του πολιτικού δικαίου. Το δίκαιο των πολιτικω΄ν κομμάτων διακρίνεται σε συνταγματικό και κοινό δίκαιο.Η διαμόρφωση του δικαίου των πολιτικών κομμάτων έχει ήδη προχωρήσει, αλλά απέχει αρκετά από την ολολήρωσή του. Θέματα αναφερόμενα στα πολιτικά κόμματα ρύθμισε ο πρόσφατος νόμος 3023/2002. Πάραυτα, η ελληνική νομοθετική ρύθμιση των πολιτικών κομμάτων είναι ανεπαρκής. Πρόκειται για ένα ατελές μικτό σύστημα, βασιζόμενο στη συνδρομή ουσιαστικών και τυπικών προυποθέσεων. Ως προς την ίδρυση μοιάζει περισσότερο με το τυπικό σύστημα και ως προς την απώλεια της κομματικής ιδιότητας περισσότερο με το ουσιαστικό.*
  Λαμβάνοντας, λοιπόν υπόψη τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτή η σημασία της νομολογίας, παράλληλα προς αυτό το νομοθετικό πλαίσιο. Η νομολογία έχει το ρόλο του τελικού αποδέκτη και ερμηνευτή των νόμων. Άλλωστε, είναι αναμφισβήτητη η λειτουργία της νομολογίας στη διάπλαση και ορθή και σύννομη εφαρμογή των νόμων. Παράλληλα, η νομολογία δρα καλύπτοντας τυχόν κενά και ανακρίβειες του νόμου. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονέιται η ανάγκη παράλληλης δρασης της θεωρίας μαζί με την πράξη, ειδάλλως πιθανή είναι η άναρχη και μη συστηματική λειτουργία της Δημοκρατίας και του δημοκρατικού κράτους.
   Για τους παραπάνω λόγους κρίνεται επιτακτικό, να μελετάται ο θεσμός των πολιτικών κομμάτων όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσα από την εφαρμογή των κειμένων δικαίου από τα όργανα της ελληνικής δικαιοσύνης.














* Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, σελ 710


Νομιμοποίηση-.Συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων

    Α)νομική φύση δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής στα πολιτικά κόμματα

   Η ελεύθερη ίδρυση πολιτικών κομμάτων και η συμμετοχή σ’αυτά καθιερώνεται, σε επίπεδο καταστατικού χάρτη, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας,απο το Σύνταγμα του 1975, υπέρ των Ελλήνων πολιτών που διαθέτουν το εκλογικό δικαίωμα. Μέχρι τότε, τα κόμματα θεωρούνται έκφραση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, μόνο δε το Σύνταγμα του 1927περιέιχε διάταξη σχετικά με τη συγκρότηση των ειδικών επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής κατ’αναλογία της δύναμης των κομμάτων.
  Θεσπίζοντας το δικαίωμα αυτό ως αυτοτελές, το Σύνταγμα του 1975, αφενός το οριοθετεί, αναγνωρίζοντάς το μόνο στα μέλη του εκλογικού σώματος, αφετέρου, επιβάλλει, ως προς την οργάνωση και δράση των κομμάτων, την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.*
 Όσον αφορά στην ίδρυση των κομμάτων,  ο νόμος 3023/2002 ορίζει τα εξής: α. Το πολιτικό κόμμα, πριν αναλάβει δραστηριότητα, καταθέτει ιδρυτική δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Β. Την ιδρυτική δήλωση καταθέτει ο Πρόεδρος ή η Διοικούσα Επιτροπή του κόμματος. Γ. Στην ιδρυτική δήλωση αναφέρεται, ότι η οργάνωση και δράση του κόμματος εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτέυματος. Δ. Στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γνωστοποιούνται το όνομα, το έμβλημα, και η έδρα του πολιτικού κόμματος. Ε. στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υποβάλλεται το καταστατικό ή η ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος, που υπογράφεται απο διακόσιους τουλάχιστον πολίτες οι οποίοι έχουν το δικαίωμα ψήφου. ΣΤ. Με τη γνωστοποίηση του ονόματος και του εμβλήματός του, το κόμμα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης τους. Ζ . οι διαφωνίες για το δικαιούχο του ονόματος και του εμβλήματος καθώς και την ιδιότητα του Προέδρου ή του μέλους της διοικούσας Επιπτροπής πολιτικού κόμματος, επιλύονται με απόφαση του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου.
  Επιπλέον , το άρθρο 29 παρ 1 του Συντάγματος, κατοχυρώνει ένα πολιτικό δικαίωμα το οποίο αποτελεί συγχρόνως και εξειδίκευση των ατομικών δικαιωμάτων της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας (5 παρ 1 Συντ), και της ελέυθερης έκφρασης και διάδοσης των ιδεών (14 παρ 1 Συντ). Ταυτόχρονα, ως πολιτικό δικαίωμα, εξειδικεύει και υλοποιεί την αρχή της λαικής κυριαρχίας (1 παρ1,2,3, Συντ). Πρόκειται, λοιπόν το δικαίωμα ίδρυσης και συμμεχτοχής στα πολιτκά κόμματα, ένα πολιτικό και συνάμα ατομικό δικαίωμα αγγίζοντας ευρύτατα πεδία της συνταγματικής ύλης.
  Αντικείμενο του δικαιώματος αυτού είναι η ενεργός συμμετοχή του πολίτη στο σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης, σε πολιτικά και πολιτειακά κρίσιμες διαδικασίες ανάδειξης άμεσων κρατικών οργάνων (Βουλή-Κυβέρνηση), χάραξη της πολιτικής του κράτους και άσκησης της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.





* Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας, Γ. Μαυριάς, σελ 484



     Β) νομική προσωπικότητα-έννομο συμφέρον-ικανότητα διαδίκου

  Πριν από τη ρύθμιση που επέφερε ο νόμος 3023/2002, γινόταν δεκτό ότι τα κόμματα, εφόσον δεν είχα περιβληθεί τη μορφή του σωματείου, δε διέθεταν, νομική προσωπικότητα. Μολαταύτα, ως θεσμοί της δημοκρατίας και ως υποκείμενα ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, διέθεταν όπως έχει δεχθεί μια σειρά αποφάσεων του ΣτΕ, την ικανότητα να είναι διάδικοι.*
 Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η απόφαση 131/1988 του ΜπρΛαρ, με την οποία κρίθηκε ότι η βούληση τόσο του συντακτικού όσο και του κοινού νομοθέτη ήταν να αναχθούν όλα τα πολιτικά κόμματα σε υποκείμενα οικονομικής ελευθερίας και ειδικότερα σε υποκείμενα της ελευθερίας της ιδιοκτησίας  και κατ’επέκταση να απονεμηθεί σ’αυτά γενική ικανότητα ενέργειας που μόνο με τη θεώρησή τους ως νομικών προσώπων μπορεί να δικαιολογηθεί. Η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης λύσης για τη νομική ταυτότητα των πολιτικών κομμάτων δε φαίνεται να εξυπηρετεί τη λειτουργία τους και προφανώς δεν είναι σύμφωνη με τη βούληση του νομοθέτη, αφού η άρνηση απονομής νομικής προσωπικότητας στα πολιτικά κόμματα, αποστερεί από αυτά τη νομική αυτοτελή τους ύπαρξη και αποδυναμώνει την ικανότητα ενεργειών τους. Με έρεισμα τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν «ιδιομόρφα νομικά πρόσωπα», που έχουν τη γενική ικανότητα δικαίου των νομικών προσώπων, μπορούν συνεπώς  και να κληρονομούν εκ διαθήκης.**
Εντούτοις, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η απάντηση στο αν τα πολιτικά κόμματα, πριν το νόμο 3023/2002 είχαν νομική προσωπικότητα δίνεται αναφορικά προς τη διάκριση μεταξύ τυπικού, μικτού ή ουσιαστικού συστήματος. Κατά το ουσιαστικό σύστημα η νομική μορφή είναι χωρίς σημασία, τα πολιτκά κόμματα μπορεί να είναι νομικά πρόσωπα ή και ενώσεις που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, διαθέτουν όμως ευχέρεια επιλογής. Αντίθετα, κατά το μικτό και τυπικό σύστημα, τα πολιτκά κόμματα αποκτούν αναγκαία νομική προσωπικόκτητα. Όπως προκύπτει από τους σκοπούς που επιδιώκουν τα πολιτικά κόμματα, γίνεται σαφές ότι ενεργούν πράξεις δημοσίου δικαίου, η δε ενέργεια πράξεων ιδιωτικού δικαίου έχει καθαρά επιβοηθητικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση των πολιτικών κομμάτων, σημασία έχει κυρίως η κτήση νομικής προσωπικότητας από την άποψη της ικανότητας δημοσίου δικαίου.  Αντίθετα προς το ουσιαστικό, κατά το μικτό και τυπικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα είναι δυνατόν να υπάρχουν μόνο ως νομικά πρόσωπα κι όχι ως ενώσεις προσώπων, οι οποίες δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα.  Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί ότι όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, δε νοείται η σωματειακή νομική προσωπικότητα. Τα πολιτικά κόμματα δεν είναι σωματεία.***






*Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας Γ. Μαυριάς σελ. 440
**ΝοΒ 1989, σελ.608
***Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, σελ,  712-713

  Επιπροσθέτως, τη θεωρία και τη νομολογία είχε απασχολήσει το θέμα της νομικής προσωπικότητας και της δικαιοπρακτικής ικανότητας των πολιτικών κομμάτων. Τα πολιτικά κόμματα έχουν την ικανότητα να παρίστανται στα δικαστήρια. Όπως έχει ήδη κριθεί από τη νομολογία, τα πολιτικά κόμματα έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και να νομιμοποιούνται σε άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Η δυνατότητα κτήσης περιουσίας και διαχείρισης των οικονομικών τους πόρων αναγνωρίζεται από το ίδίο το άρθρο 29 του ισχύντος Συντάγματος. Με σταθερή νομολογία, τα δικαστήρια αναγνωρίζουν τη νομική δυνατότητα των κομμάτων να ασκούν ένδικα βοηθήματα και να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων. Ήδη το 1979, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την απόφαση 4037/79 έκρινε ότι η νομοθετική διάταξη που παρέχει το δικαίωμα προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως στα φυσικά και στα νομικά πρόσωπα, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά που απαριθμούνται στον Αστικό Κώδικά ή και σε άλλα νομοθετήματα, αλλά αναφέρεται και σε ενώσεις προσώπων, οι οποίες καθίστανται υπό της εννόμου τάξεως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως είναι τα πολιτικά κόμματα, στα οποία αναγνώρισε ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.* Η ανωτέρω δικαστική απόφαση θα μπορούσε να θεωρηθεί καθοδηγητική για τη μεταγενέστερη νομολογία του δικαστηρίου.
     Περεταίρω, θεσπίζοντας ο νόμος 3023/2002, ρύθμιση με την οποία αναγνωρίζεται νομική προσωπικότητα στα κόμματα, από την ίδρυσή τους και για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής τους, έθεσε τέλος σε ένα εκκρεμές νομικό ζήτημα. Εξ’ άλλου δεν είναι δυνατή η διάλυση κόμματος με πράξη οργάνου της πολιτείας και η απαγόρευση ή θέση κόμματος εκτός νόμου, η δε ευθύνη απο τη δράση των μελών του κόμματος θα αποδοθεί, αν αποτελεί ποινικώς κολάσιμη πράξη, στους δράστες των αντίστοιχων εγκληματικών πράξεων, σύμφωνα με τους κανόνες του ποινικού κώδικα και των ποινικών νόμων.**Στο άρθρο 29 παρ 6 ορίζεται ότι «το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυσή του νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής» Ωστόσο, ενόψει της ιδιαίτερης φύσης και λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων είναι ορθό να δεχτούμε ότι αυτά αποτελούν ιδιαίτερη μορφή νομικών προσώπων όπου εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις του Συντάγματος και της σύμφωνης με αυτό κοινής νομοθεσίας.
 Καταστατικά: Τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων πρέπει να είναι γραπτά και πλήρη, με την έννοια ότι καλύπτουν ένα minimum περιεχομένου, που περιλαμβάνει τα ουσιώδη θέματα, που αναφέρονται στην κομματική οργάνωση γενικά.
Πολιτικά προγράμματα: στα πολιτικά προγράμματα παίρνουν συγκεκριμένη μορφή οι γενικές πολιτικές αρχές και κατευθύνσεις των κομμάτων.
Τίτλος, έμβλημα, έδρα: τα πολιτικά κόμματα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν τίτλο, έμβλημα και έδρα, μπορεί επίσης να έχουν και σύντμιση του τίτλου τους.  Ο τίτλος πρέπει να είναι αληθής και όχι παραπλανητικός.***
       


    
      *ΣτΕ 4037/79 , ΤοΣ 79, σελ 626
     ** Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας Γ. Μαυριάς, σελ 440
     *** Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, σελ. 714



     Όσον αφορά το θέμα του εννόμου συμφέροντος, σχετικές είναι οι παρακάτω αποφάσεις: α) δυνάμει της υπ’αριθμό 2285/94 απόφασης του ΣτΕ, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του πολιτικού κόμματος «Πολιτική Άνοιξη», το παραπάνω απέρριψε την αίτηση του κόμματος διότι το αιτούν κόμμα δε δύναται να θεμελιώσει άμεσο και ίδιον έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης. Σύμφωνα με την αιτιολογία της απόφασης ορίστηκε το εξής: αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο , τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, χρηματικά ή μη, προσβάλλονται από αυτήν. Κατά την έννοια της διάταξης, για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για τα γενικότερα θέματα της χώρας και την τήρηση υπό της Διοικήσεως της αρχής της νομιμότητας, αλλα απαιτείται η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού μεταξύ του αιτούντος προσώπου ή φορέως συλλογικής δραστηριότητας προς την προσβαλλόμενη πράξη και μάλιστα δεσμού έχοντος προσωπικού χαρακτήρα, και γίνεται μεν δεκτό ότι τα νομικά πρόσωπα έχουν μεν έννομο συμφέρον προς προσβολή, μεταξύ άλλων, πράξεων που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους υπ αυτών σκοπούς, πλην τούτο δεν μπορεί να ισχύσει για τα πολιτικά κόμματα ως προς ευρύτατους πολιτικούς σκοπούς.*Επομένως, όταν η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά το ίδιο το κόμμα, ούτε εμποδίζει άμεσα στην πραγμάτωση του σκοπού του , δεν έχει αυτό άμεσο και ίδιον έννομο συμφέρον προς άσκηση κατά της πράξεως αυτής, αιτήσεως ακυρώσεως.
Β)Ομοίως και η απόφαση με αριθμό 2286/2001 του ΣτΕ το οποίο έκρινε ότι το αιτούν πολιτικό κόμμα δε θεμελιώνει άμεσο και ίδιο έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης πράξης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που δε το αφορά το ίδιο, ούτε εμποδίζει ευθέως την πραγμάτωση των σκοπών του.**



















*ΝοΒ 1995
**ΝοΒ 2002 σελ1199

       Οικονομικά κομμάτων- Νομολογία, 29παρ2-Ισότητα των πολιτικών κομμάτων στην οικονομική ενίσχυση

   Ιδιαίτερη σημασία έχει το ζήτημα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων. Ο συντακτικός νομοθέτης παρέχει δυνητική εξουσιοδότηση στο κοινό, ο οποίος μπορεί να ορίζει την οικονομική ενίσχυση των κομμάτων από το κράτος και τη δημοσιότητα των εκλογικών δαπανών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών. (29 παρ.2 Συντάγματος) η κρατική χρηματοδότηση των  πολιτικών κομμάτων δεν αποτελεί συνταγματική επιταγή- καθόσον προβλέπεται δυνητικά- θεωρείται πάντως ότι αποτελεί συνταγματική αναγκαιότητα που εξασφαλίζει την ελευθερία της δράσης τους, απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ήδη, το κράτος ενισχύει οικονομικά τα πολιτικά κόμματα, που συμμετέχουν στην ανάδειξη των μελών του εθνικού Κοινοβουλίου για να αντιμετωπίσουν τις λειτουργικές και εκλογικές του δαπάνες.*
   Ειδικότερα, με την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (2001), κατέστη συνταγματικό δικαίωμα των κομμάτων-εντός και εκτός βουλής- η οικονομική ενίσχυσή τους από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες. Ταυτόχρονα, κατοχυρώθηκε ως συνταγματική αρχή η υποχρέωση διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά η διαχείριση των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών. Επιπλέον, δικαιούχοι της χρηματοδότητης αυτής είναι πλέον και οι υποψήφιοι όλων των βαθμών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ακόμα, θεσπίστηκε υποχρέωση επιβολής, με νόμο, ανώτατου ορίου εκλογικών δαπανών όπως και η δυνατότητα να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής.**
   Η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων διακρίνεται σε τακτική και εκλογική, δεν υπόκειται δε σε φόρους ή τέλη. Η τακτική χρηματοδότηση  χορηγείται κάθε έτος ενώ η εκλογική καταβάλλεται όταν διεξάγονται γενικές βουλευτικές εκλογές όπως και εκλογές για την ανάδειξη Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο.  Δικαιούχοι της τακτικής χρηματοδότησης είναι α) τα πολιτκά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή με βουλευτές εκλεγμένους στις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμου, β) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί των κομμάτων που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο, γ) τα πολιτκά κόμματα και οι συνασπισμοί των κομμάτων που, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές είχαν καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς τουλάχιστον 70% των εκλογικών περιφερειών της χώρας και είχαν συγκεντρώσει αριθμό ψήφων ίσο με το 1,5% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων όλης της επικράτειας.






* Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, σελ 715
** Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας Γ. Μαυριάς, σελ 441



 Ενώ, δικαιούχοι της εκλογικής χρηματοδότησης είναι: α)τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή με βουλευτές εκλεγμένους στις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού. Β) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί των κομμάτων που έχουν αναδείξει νατιπροσώπους της χώρας στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο, γ) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων, που έχουν καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς τουλάχιστον 70% των εκλογικών περιφερειών της χώρας και έχουν συγκεντρώσει αριθμό ψήφων τουλάχιστον ίσο με το 1,5% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων όλης της επικράτειας στις γενικές βουλευτικές εκλογές στις οποίες αφορά η χρηματοδότηση.
  Επιπροσθέτως, τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, δικαιούνται να λαμβάνουν από το κράτος και ετήσια οικονομική ενίσχυση για τις δαπάνες σύστασης και λειτουργίας κέντρων ερευνών και μελετών όπως και για τη διοργάνωση προγραμμάτων επιμόρφωσης των στελεχών τους. Αντιθέτως, η χρηματοδότηση των κομμάτων και κάθε είδους παροχή προς τα κόμματα, τους Βουλευτές και τους υποψήφιους Βουλευτές απαγορεύεται στους ακόλουθους φορείς α) φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, β) νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, γ) οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης κάθε βαθμού δ) φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες ή εκδότες ημερήσιων ή περιοδικών εντύπων πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας ή είναι ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών, εν γένει, σταθμών.
     Προυπόθεση της ουσιαστικής πολυφωνίας είναι η δημοσιότητα των οικονομικών των κομμάτων, για την οποία ο νόμος προβλέπει αρμόδια όργανα, τήρηση βιβλίου εσόδων εξόδων, έκδοση αποδείξεων είσπραξης για τα ποσά που καταβάλλονται ως ενίσχυση στα κόμματα, δημοσίευση ισολογισμού, δημοσιότητα των εκλογικών δαπανών και των κομμάτων που δεν λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, υποχρέωση τήρησης κατάστασης εκλογικών εσόδων και δαπανών απο τους υποψήφιους Βουλευτές, έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και των υποψήφιων Βουλευτών και διοικητικές κυρώσεις σε βάρος πολιτικών κομμάτων και υποψήφιων βουλευτών. Τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων όπως και των υποψήφιων βουλευτών ασκεί η Επιτροπή Ελέγχου που ενεργεί ως ειδικό όργανο κατα το 29 παρ 2 του Συντάγματος. *













* Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας Γ. Μαυριάς, σελ. 447-448

     
  
       Εντούτοις, πέρα από τη συνταγματική ρύθμιση της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών κομμάτων , σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, η χρηματοδότηση των παραπάνω, θεσμοθετήθηκε με το ν. 1443/1984 και συνεχίζεται έκτοτε με αλλεπάλληλες, νέες νομοθετικές ρυθμίσεις.
   Ως προς το ζήτημα αυτό, αξίζει να μελετηθεί η παρακάτω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με βάση το σκεπτικό της υπ’ αριθμού 1862/1985 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας,*που εκδόθηκε μετά από αίτηση του πολιτικού κόμματος «Χριστιανική Δημοκρατία» το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στα κόμματα τα οποία έλαβαν κρατική χρηματοδότηση, ότι δε αποκλείεται η θέσπιση προυποθέσεων για τη χρηματοδότηση εφόσον αυτές στηρίζονται σε «αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια», έγινε δεκτό ότι δεν προσέκρουαν στο Σύνταγμα οι απαιτήσεις του ν.1443/1984 , να λάβει δηλαδή ένα κόμμα 3% των έγκυρων ψήφων και να έχει καταρτίσει συνδυασμούς στα 2/3 των εκλογικών περιφερειών στις τελευταίες εκλογές, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι δεν ήταν αντισυνταγματικός ο αποκλεισμός με το ν.1443/1984 ο αποκλεισμός κομμάτων εκπροσωπούμενων στη Βουλή, από την κρατική χρηματοδότηση**. Αντίθετα, αντισυνταγματική κρίθηκε με την υπ’αριθμό 993/89 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ ***, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του Ελληνικού Σοσιαλιστικού κόμματος, το οποίο είχε αποκλειστεί από την κρατική οικονομική ενίσχυση του έτους 1988, μόνο η «φωτογραφική» απαίτηση ορισμένων κομμάτων των αρ. 51 του ν 1731/87 και αρ.8 του ν.1775/88 να έχει χρηματοδοτηθεί το κόμμα το προηγούμενο οικονομικό έτος, προκειμένου να δικαιούται χρηματοδότηση και στο επόμενο, εκτιμώντας ότι το κριτήριο αυτό είναι συμπτωματικό και απρόσφορο, μη συνδεόμενο με την παρουσία του κόμματος στην πολιτική ζωή κατά τον κρίσιμο χρόνο της χρηματοδότησης.
    Ομοίως και η απόφαση με αριθμό 1116/90 του ΣτΕ**** που εκδόθηκε μετά από αίτηση του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος, το οποίο είχε επίσης αποκλεισθεί από την οικονομική ενίσχυση του κράτους , όρισε ότι το αρ. 29 παρ. 2 του Συντάγματος δεν αποκλείει τη θέσπιση εκ του νόμου προυποθέσεων για την παροχή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης των πολιτικών κομμάτων, εφόσον αυτές στηρίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Επομένως είναι ανεκτές οι προυποθέσεις που θεσπίζονται από τις διατάξεις των νόμων 1443/84, 1599/86, 1731/87, και 1775/88 καθώς αυτές αναφέρονται στην ύπαρξη κομμάτων που αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις των οποίων η παρουσία στην πολιτική ζωή είναι έκδηλη. Καθόσον όμως ως πρόσθετη προυπόθεση τίθεται η κατά τα προηγούμενα έτη χρηματοδότηση, οι σχετικές διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 29 παρ 2 του Συντάγματος.






   * ΣτΕ 1862/85, ΤοΣ 1986, σελ 493
    ** ΣτΕ 177/92 ΕλλΔνη 1993, σελ 790
    *** ΣτΕ 993/89 ΕλλΔνη 1991, σελ 402


     Περιορισμός του δικαιώματος κομματικής οργάνωσης και δράσης 29 παρ 3 –νομολογία



           Η παράγραφος 3 του άρθρου 29 του Συντάγματος εισάγει απαγορεύσεις εκδηλώσεων υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων και συνεπώς εξαιρέσεις και στην άσκηση δικαιώματος ίδρυσης πολιτικών κομμάτων και συμμετοχής σ’αυτά, ενώ συντάγματα άλλων χωρών προββλέπουν σε αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις, ως ευχέρεια του νομοθέτη, τη θέσπιση εξαιρέσεων του είδους. Οι εξαιρέσεις αυτές έχουν ιδιόμορφο χαρακτήρα, εφόσον δεν αφορούν τις περιστάστεις και συνθήκες υπό τις οποίες, κατά κανόνα, περιορίζεται η άσκηση δικαιωμάτων, αλλά κατηγορίες προσώπων που λόγω της σχέσης τους προς το κράτος συγκεντρώνουν τις προυποθέσεις που τάσσει το Σύνταγμα προκειμένου να είναι φορείς του δικαιώματος, δεν μπορούν να το ασκήσουν είτε ολόκληρο είτε μερικώς.
     Σκοπός της παραγράφου αυτής, η αποτέλει αντικείμενο της τελευταίας αναθεώρησης του Συντάγματος το 2001, είναι η διασφάλιση της αρχής της πολιτικής ουδετερότητας αλλά και της αρχής της αμεροληψίας από μέρους των επιφορτισμένων με την άσκηση της κρατικής εξουσίας προσώπων όπως και τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο λαμβάνουν χώρα οι εκδηλώσεις αυτές. Η απαγόρευσή τους είναι απόλυτη.Όσον αφορά στις λοιποές κατηγορίες προσώπων η απαγόρευση είναι απόλυτη σε ότι έχει σχέση με εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των ανωτέρω αναφερθεισών αρχών.
   Επιπλέον, μόνο δημόσιες εκδηλώσεις υπέρ ή κατά των πολιτικών κομμάτων εμπίπτουν στο πεδίο της απαγόρευσης, ενώ η ιδιωτική έκφραση άποψης πρέπει να νοείται ως ελεύθερη. Επί παραδείγματι, όταν πραγματοποιείται ιδιωτική συγκέντρωση με πρωτοβουλία δημοσίου υπαλλήλου, σε κατάστημα διασκέδασης υπέρ πολιτικού κόμματος ή πολιτικού προσώπου  και απολαμβάνει δημοσιότητας, δεν υφίσταται απαγόρευση. Αντιθέτως, υφίσταται απαγόρευση όταν δημόσιος υπάλληλος διαβάζει στην υπηρεσία του και κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του, εφημερίδα γνωστή για την υποστήριξή της σε συγκεκριμένο κόμμα.
   Επιπροσθέτως, όσον αφορά το δικαίωμα συμμετοχής στην ίδρυση κόμματος ή την εγγραφή ως μέλους κόμματος, αυτή είναι απαγορευμένη για την πρώτη κατηγορία προσώπων της παρ. 3 του άρθρου 29 του Συντάγματος, εφόσον η συμμετοχή σε κόμμα συνιστά οπωςδήποτε και εκδήλωση υπέρ αυτού. Όσον, όμως αφορά τη δεύτερη κατηγορία προσώπων, ο περιορισμός αυτός λαμβάνει χώρα μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και συνεπώς, η συμμετοχή σε κόμμα υπό την ιδιότητα του μέλους δεν αποτελεί απαγορευμένη εκδήλωση.*






     *Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας, Γ. Μαυριας, σελ 453-456      


  

    Τέλος, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 29 του Συντάγματος εισάγει εξαίρεση από τη γενική διάταξη του άρθρου 29 παρ 1  και συνεπώς οφείλει να ερμηνεύεται στενά. Έτσι, δεν είναι δυνατή η εφαρμόγη της σε άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών εκτός από τους δικαστικούς, ούτε σε άλλα πολιτκά μορφώματα (π.χ. δημοτικές παρατάξεις), πολύ περισσότερο δε, σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
     Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η απόφαση με αριθμό 1684/1986 του Αρείου Πάγου, ο οποίος αναίρεσε λόγω εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, προηγούμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισσας, η οποία καταδίκαζε δημόσιο υπάλληλο λόγω υποστήριξής του μέσω άρθρων σε εφημερίδα, σε υποψήφιο δήμαρχο σε δημοτικές εκλογές.*










































          
     *ΑΠ 1684/1986, ΝοΒ 1987 σελ 221


    Πολιτικά κόμματα και μμε

       Α)ισότητα και πρόσβαση στα μέσα κατά τη νομολογία


           Η κρατική ενίσχυση των κομμάτων, κατά το άρθρο 29 παρ 2 του Συντάγματος, προσδιορίζεται ώς οικονομική. Οικονομική είναι κατ’αρχήν η άμεση καταβολή χρηματικών ποσών στα κόμματα. Έμμεση οικονομική ενίσχυση των πολιτικών κομμάτων από τον κρατικό προυπολογισμό μπορεί να είναι και η χορήγηση σε αυτά χρόνου από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο για να παρουσίασουν και να αναπτύξουν τις απόψεις τους. Επιπλέον, αναλογιζόμενοι τη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωησης στη σύγχρονη εποχή γίνεται αντιληπτή η σημασία της χορήγησης αυτής στα πολιτικά κόμματα.
     Από το πλέγμα των διατάξεων 15 παρ.2, 5 παρ. 1, 14 παρ. 1 και 29 παρ. 1 του Συντάγματος, απορέει η υποχρέωση του κράτους κατά την προεκλογική περίοδο να διαθέτει στα πολιτικά κόμματα τα κρατικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα και να υποχρεώνει τα ιδιωτικά να διαθέτουν χρόνο στα κόμματα ώστε να μπορούν να παρουσιάσουν τις πολιτικές τους θέσεις. Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, αρχικά υποχρεούνται να διαθέτουν σε όλα ανεξαρτήτως τα κόμματα έναν ελάχιστο αλλά ικανό χρόνο να παρουσιάσουν στο εκλογικό σώμα τα ουσιώδη σημεία του προγράμματός τους. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την αρχή της αντικειμενικότητας που πρέπει να διέπει τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακόμα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικής ισότητας υφίσταται η υποχρέωση διαφοροποίησης στη μεταχείριση των κομμάτων κατά την κατανομή του διατειθέμενου χρόνου, πάντοτε βάσει αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων που δεν μπορούν όμως να σχετίζονται με την ιδεολογία του κόμματος. Ως πρόσφορα, χαρακτηρίζονται τα κριτήρια που αφορούν στην πολιτική σημασία των κομμάτων, όπως η κοινοβουλευτική τους δύναμη στη διαλυθείσα Βουλή. Την υποχρέωση παροχής ραδιοτηλεοπτικού χρόνου επιβεβαίωση και η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’αριθμό 1288/1992 κάνοντας λόγο στην ισότητα πρόσβασης στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και στην περίπτωση αναπληρωματικής εκλογής κατά την προεκλογική περίοδο. Σημαντικό είναι δε τονιστεί το στοιχείο πως η σχετική δυνατότητα θα πρέπει να παρέχεται  και στα πολιτικά κόμματα που έχουν δηλώσει ότι δε θα συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία.
      Επιπροσθέτως, το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι η ραδιοτηλεόραση υπόκειται στον έλεγχο του κράτους με συνέπεια να μην αναγνωρίζεται στην εν λόγω οι ελευθερίες έκφρασης που αναγνωρίζονται σε όλα τα άλλα μέσα έκφρασης του άρθρου 14 του Συντάγματος. Ο έλεγχος αυτός γίνεται από μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο η συγκρότηση του οποίου, σύμφωνα με τυπικό νόμο, εναπόκειται στα τέσσερα ισχυρότερα κόμματα ως προς την κοινοβουλευτική τους δύναμη. Μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφαση της Ολομέλειάς του  υπ’αριθμόν 656/2000, απέρριψε αίτηση ακυρώσεως του πέμπτου σε κοινοβουλευτική δύναμη πολιτικού κόμματος, κρίνοντας ότι δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας ο καθορισμός από το νομοθέτη δικαιώματος για πρόταση μελών του ΕΣΡ υπέρ των εκάστοτε τεσσάτων ισχυρότερων σε κοινοβουλευτική δύναμη πολιτικών κομμάτων, με την αιτιολογία ότι ο καθορισμός αυτός έγινε κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Συνεπώς, η νομοθετική αυτή επιλογή δε συνιστά αδικαιολόγητη και άνιση μεταχείριση των αποκλειόμενων μικρότερων κομμάτων.



    Σχετική είναι επίσης η απόφαση υπ’αριθμό 2423/1984 του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας*, το οποίο μετά από αίτηση του κόμματος «Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου» έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ευνοικότερη μεταχείριση των εκπροσωπούμενων στη Βουλή πολιτικών κομμάτων δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων γενικά των πολιτικών κομμάτων και την αρχή της ισότητας, ούτε και την ειδικότερη απαίτηση του Συντάγματος για την «επί ίσοις όροις» χρήση για μεταδόσεις του ραδιοφώνου και την τηλεόρασης.
  Επίσης το ΣτΕ συνδέει παγίως το θέμα της διαφοροποίησης στη μεταχείριση των κομμάτων από τον υποστατό ή μη χαρακτήρατων πολιτικών κομμάτων. Κατ’αρχήν πρέπει να διασφαλίζεται μια ελάχιστη ίση πρόσβαση για όλα τα «υποστατά» κόμματα χωρίς εξαίρεση. Διαφορετικά, θα αναιρούνταν ο λόγος της συνταγματικής εγγύησης των πολιτικών κομμάτων και η ουσία των συναφών δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζονται.

























     * ΣτΕ 2423/84 ΤοΣ 1986 σελ.77



            Β)εκλογική προβολή σύμφωνα με τη νομολογία-ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις


             Τα πολιτικά κόμματα προβάλλονται κατά την προεκλογική περίοδο χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την υπαίθρια διαφήμιση καθώς πλέον και τα νέα μέσα τεχνολογίας, όπως είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο ν. 3023/2002, ρυθμίζει πέραν των άλλων ζητημάτων και την οργάνωση της εκλογικής προβολής των κομμάτων.
      Ειδικότερα, α) τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια, μέσα σε τέσσερις μέρες από την προκήρυξη των γενικών βουλευτικών εκλογών, υποχρεούνται να διαθέτουν δωρεάν όσουν χώρους χρησιμοποιούνται για προβολή υπαίθριας διαφήμισης. Δικαιούχοι είναι τα πολιτικά κόμματα, οι συνασπισμοί κομμάτων και οι συνδυασμοί υποψηφίων. Οι χώροι διατίθενται μεταξύ των δικαιούχων αναλογικά επί ίσοις όροις. Σχετική είναι η υπ’αριθμό 1072/2000 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας* στο οποίο προσέφυγε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-ΠΑΣΟΚ. Το δικαστήριο απεφάνθη τα εξής:η μη εναντίωση κόμματος σε τυχόν παραχωρήσεις κατά το παρελθόν συγκεκριμένου χώρου για την προεκλογική προβολή του δε συνεπάγεται παραίτησή του από το να ζητήσει τη διάθεση άλλου χώρου αν κρίνει ότι ο τελευταίος είναι προσφορότερος για την προεκλογική προβολή του και συνεπώς δε του αποστερεί το έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης με την οποία γίνεται η κατανομή των κοινόχρηστων χώρων.  Β) κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα, τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί προβάλλονται επίσης απο τα ΜΜΕ. Η διάταξη αυτή έχει αναλυθεί στο παραπάνω κεφάλαιο.
    Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή διάταξη, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε την υπαριθμό 35/1999** απόφαση δεχόμενο ότι οι ρυθμίσεις σχετικά με τη μετάδοση των θέσεων και των προγραμμάτων των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών, θεσπίζονται με κριτήριο την αναλογική ισότητα και ακόμη ότι είναι συνταγματικά δυνατή η διαφορετική μεταχείριση των πολιτικων κομμάτων κατά την προβολή τους από τη ραδιοτηλεόραση εφόσον αυτά τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή γενικότερα συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν τη διαφορετική αυτή μεταχείριση, πάντα κρινόμενη με αντικειμενικά κριτήρια, ως προς τη χρήση των εν λόγω ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών μέσων.









     
     *ΣτΕ 1072/2000, ΝοΒ 2001, σελ 1546
      ***ΑΕΔ 35/1999,ΔιΔικ 2001, σελ 1269




             Ανάδειξη βιώσιμης κυβέρνησης-νομολογία


                  Σύμφωνα με την απόφαση 1/94 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου * η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση βουλευτή του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, ζητώντας την ακύρωση εκλογής βουλευτή του κόμματος «Πολιτική Άνοιξη» στην εκλογική περιφέρεια Ηλείας στις εκλογές του 1993 , το παραπάνω δικαστήριο έκρινε ότι ο ν.1907/1990 επιδιώκει να συγκεράσει αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων και ομοιογενή κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την ανάδειξη βιώσιμης κυβέρνησης, εισάγοντας διαδικασία η οποία δεν παραβιάζει την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Συγκεκριμένα το ΑΕΔ απεφάνθη ότι: κατά τις διατάξεις του ν.1907/1990 προβλέπεται εξομάλυνση αντιστοιχίας ψήφωβ και εδρών. Επομένως, ο εκλογικός νομοθέτης, θεσπίζοντας τις διατάξεις του παραπάνω νόμου επεδίωξε να συγκεράσει αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων στη Βουλή και δημιουργία ομοιογενούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την ανάδειξη βιώσιμης κυβέρνησης. Ακόμη, υπηρετείται και η αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης, αφού ενισχύεται η παρουσία μικρών κομμάτων στη Βουλή. Επιπλέον, οι παραπάνω ρυθμίσεις εισάγουν αντικειμενικά κριτήρια, η αφαιρετική δε διαδικασία, ως σύστημα εξισορρόπησης και κατανομής εδρών, δεν παραβιάζει εν προκειμένω την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, δηλαδή ότι η ψήφος όλων των εκλογέων έχει την ίδια ακριβώς επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος υπό το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα κατανομής εδρών.



















     *ΑΕΔ 1/94, ΤοΣ 1994 σελ. 853
    Η εσωκομματική Δημοκρατία

   Κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, η οργάνωση και η δράση των πολιτκών κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η διάταξη αυτή αναφέρεται τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων. Η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν υπηρετείται μόνο με πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά και με την εφαρμογή δημοκρατικών αρχών στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του κόμματος. Η εσωκομματική δημοκρατία είναι θέμα συνταγματικής τάξης και αφορά την ύπαρξη και λειτουργία της Δημοκρατίας μέσας στο κράτος γενικότερα κι όχι μόνο μέσα στο κόμμα. Η αρχή της εσωκομματικής Δημοκρατίας έχει ως αναγκαία συνέπεια την ευθυγράμμιση των κομματικών οργανώσεών τους. Με την αρχή αυτή καθιερώνεται συγκεκριμένος τύπος κομμάτων, αυτός των κομμάτων-μελών, δηλαδή των κομμάτων εκείνων στα οποία τόσο ο σχηματισμός της πολιτικής θέλησης, όσο και ο σχηματισμός των κομματικών οργάνων πραγματοποιείται από κάτω προς τα πάνω.*
    Περεταίρω, κατά μίά άποψη, η δημοκρατική αρχή, ως διατρέχουσα το Σύνταγμα, πρέπει να εφαρμόζεται και στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων ακριβώς για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Προς υποστήριξη αυτής της άποψης γίνεται επίκληση σειράς διατάξεων του Συντάγματος οι οποίες αναφέρουν τα κόμματα ως θεσμούς του πολιτεύματος. Εισφέρεται εξάλλου και το τελεολογικό επιχείρημα, ότι «η δημοκρατική λειτουργία μίας οργανωμένης κοινωνικής ομάδας δεν περιορίζει, όπως απροσδόκητα υποστηρίζει στη σχετική απόφση το ΣτΕ (2145/1979), την ελευθερία αλλα δημιουργεί τη θεμελιώδη προυπόθεση για την ελεύθερη λειτουργία του. Η σχέση ελευθερίας και δημοκρατίας δεν είναι αντιθετική αλλά αλληλοσυμπληρωματική.»**
  Όταν επομένως ο συντακτικός νομοθέτης προβλέπει ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν εννοεί την αναπαραγωγή των οργανωτικών δομών του πολιτεύματος.*** Ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να έχει αυταρχική δομή και να αποδέχεται πλήρως τις αρχές του πολιτεύματος όπως και αντιστρόφως. Αυτό που θέλει να διασφαλίσει το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος, τα οποία υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς κανόνες, ακόμη κι αν διαπνέονται από ιδεολογία αντίθετη προς τη δημοκρατική αρχή.****











       * Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, σελ 715
      ** Δ. Τσάτσος, οπ, παρ, σελ 42
      *** Ι. Δρόσος σελ 182-193                                                                                                                                                     
      **** Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας, Γ. Μαυριάς, σελ. 451-452


    Αντιμετώπιση των πολιτικών κομμάτων από τη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων (Σχετικές Αποφάσεις)

                
  1. Απόφαση του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ υπ’αριθμό 2423/1984
  
                Νομιμοποιείται πολιτικό κόμμα για την άσκηση αιτήσεως ακρυώσεως. έννομο συμφέρον των αιτούντων. Η υπουργική απόφαση για τη ρύθμιση μετάδοσης προεκλογικών συγκεντρώσεων και ομιλιών των πολιτικών κομμάτων αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη παραδεκτά προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως. Ίση μεταχείριση των πολιτικών κομμάτων με την παροχή ίσως ευκαιριών σ αυτά. Δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων να να χρησιμοποιούν να ραδιοτηλεοπτικά μέσα για τη μετάδοση των προεκλογικών τους δραστηριοτήτων. Θεμιτή κατά το Σύνταγμα η διαφοροποιημένη μεταχείριση των κομμάτων και ειδικότερα μεταχείριση ορισμένων εξ αυτών δικαιολογήμενη εάν στηρίζεται στην ύπαρξη αντικειμενικών και ιδιαίτερων δεδομένων, όπως είναι η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων.
 
    2.  Απόφαση Πρωτοδικείου Λάρισας υπ’αριθμό 131 /1988-Ικανότητα πολιτικού κόμματος να κληρονομεί εκ διαθήκης.

             Τα πολιτικά κόμματα είναι ιδιόμορφα νομικά πρόσωπα, που έχουν τη γενική ικανότητα δικαίου των νομικών προσώπων. Μπορούν, συνεπώς, να κληρονομούν εκ διαθήκης. Αντιθέτως, την παραπάνω ικανότητα δεν διαθέτουν τα όργανα και τα τμήματα των πολιτικών κομμάτων.

3.   Απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών υπ’αριθμό 240/1990- Αγωγή αποζημίωσης για αθέτηση προγραμματικών διακηρύξεων κόμματος.

Η σύμβαση μεταξύ κόμματος που εκπροσωπείται από τον αρχηγό του και του λαού, με την αναλαμβάνεται η υποχρέωση να υλοποιηθούν οι προγραμματικές διακηρύξεις του κόμματος, όταν αυτό ανέλθει στην εξουσία, έχει ιδιότυπο χαρακτήρα και δε μοιάζει με τις συμβάσεις του κοινού δικαίου. Αν το κόμμα δεν πραγματοποιήσει τελικά αυτό που υποσχέθηκε, δεν ευθύνεται σε αποζημίωση των εκλογέων του ούτε σύμφωνα με τις διατάξεις περί μη εκτέλεσης σύμβασης ούτε με εκείνες περί αδικοπραξιών.  Μόνη κύρωση η μη ψήφισή του στις επόμενες εκλογές.














4. Απόφαση του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ υπ’αριθμό 1072/2000- Η πλατεία Συντάγματος

Παραχώρηση κοινόχρηστων χώρων στα πολιτικά κόμματα για τη χρησιμοποίησή τους ως εκλογικών κέντρων. Κατά την οικεία νομοθεσία, προβλέπεται μεταξύ άλλων η διάθεση κοινόχρηστων χώρων από τα δημοτικά και κοινοτκά συμβούλια για την προεκλογική προβολή των πολιτικών κομμάτων. Η διάθεση αυτών των χώρων γίνεται αναλογικά και επί ίσοις όροις. Οι αποφάσεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων εκδίδονται μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής, τη σχετική απόφαση ακολουθεί το Προεδρικό Διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης των εκλογών. Οι σχετικές αποφάσεις δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων συναρτώνται με την ύπαρξη νομικά υφιστάμενης προεκλογικής περιόδου, η οποία προυποθέτει την έκδοση διατάγματος  για τη διάλυση της Βουλής και την κήρυξη των εκλογών.


    






















   Συμπέρασμα

    Η ύπαρξη πολιτικών διαιρέσεων συμπίπτει με την έναρξη της πολιτικής ζωής των ανθρώπων. Η δημιουργία των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων έχει τις ρίζες της στην υποχώρηση του απολυταρχισμού, που συντελέσθηκε τον παρελθόντα αιώνα. Όσον αφορά το ελληνικό κομματικό σύστημα αυτό έχει βαθιές ρίζες και συγκέντρωσε πολύ νωρίς μερικές από τις απαραίτητες για την ανάπτυξή του προυποθέσεις. Εντούτοις, η Ελλάδα δεν ακολούθησε τη διεθνή εξέλιξη και δεν κατόρθωσε να φθάσει σε επίπεδο κομματικής οργάνωσης άλλων κρατών. Υπάρχει ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν το προσφορότερο μέσο, που μπορεί να εξασφαλίσει τη δημιουργία δημοκρατικής οργάνωσης και δημοκρατικής λειτουργίας των. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση θα πρέπει πάντως να διαφυλάττει τον χαρακτήρα των πολιτικών κομμάτων ως ελέυθερων οργανώσεων.
    Πάραυτα, τα πολιτικά κόμματα ως ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα, αποτελούν υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων , τα οποία υπηρετούν την αρχή της λαικής κυριαρχίας και ως εν δυνάμει κόμματα πολιτικής εξουσίας που θα εφαρμόσουν τις αρχές που τα διέπουν στη διακυβέρνηση της χώρας, τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να διέπονται από δημοκρατικές δομές και να λειτουργούν ως υπερασπιστές του δημοκρατικού πολιτεύματος και πνεύματος.

























Βιβλιογραφία

@  Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος
@  Η συνταγματική θέση των πολιτικών κομμάτων, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος
@  Το Σύνταγμα ως βάση της έννομης τάξης, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος
@  Η δομή και η λειτουργία της σύγχρονης Δημοκρατίας, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος
@  Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλαδα, Δρόσος Γ.
@  Συνταγματικό Δίκαιο, Κώστας, Γ. Μαυριάς
@  Συνταγματικό Δίκαιο, Τσάτσος Δ.

@  Το μέλλον των πολιτκών κομμάτων, Κέντρο Ευρωπαικού Συνταγματικού Δικαίου,